- προσύμβαση
- [-ις (-εως)] η , προσύμφωνο[ν] τό предварительное соглашение, предварительный договор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσύμβαση — η, Ν προκαταρκτική σύμβαση που υποχρεώνει τους μετέχοντες σε αυτήν να συνάψουν περαιτέρω οριστική σύμβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σύμβαση] … Dictionary of Greek
προσύμβαση — η προκαταρκτική σύμβαση που υποχρεώνει τους συμβαλλόμενους να συνάψουν κάποτε και οριστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
προσύμφωνο — το προκαταρκτική γραφτή συμφωνία πριν από τη σύναψη οριστικού συμβολαίου, αλλ. προσύμβαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)